- συνεκλάμπω
- ΜΑαστράφτω, ακτινοβολώ μαζί με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκλάμπω «αστράφτω, ακτινοβολώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek